- τετρακωμίας
- τετρακωμίᾱς , τετρακωμίαa union of four villagesfem acc plτετρακωμίᾱς , τετρακωμίαa union of four villagesfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετρακωμία — ἡ, Α ένωση τεσσάρων κωμών («ἔστι δὲ τῆς τετρακωμίας τῆς περὶ Τάναγραν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κωμία (< κωμος < κώμη), πρβλ. πεντα κωμία] … Dictionary of Greek
φάραι — Όνομα αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Αχαΐας, που ιδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Φάρητα, εγγονό του Δαναού από την κόρη του Φιλοδάμεια. Βρισκόταν ΒΔ του Ερυμάνθου και στην αριστερή όχθη του Πιέρου. Μια από τις 12 πόλεις της Αχαϊκής… … Dictionary of Greek